- γρίλα
- η морщина (тж. на лице и т. п.); складка, сборка (на платье);
κάνω γρίλες — покрываться складками, морщинами, съёживаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω γρίλες — покрываться складками, морщинами, съёживаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρίλα — η 1. πτυχή, σούρα 2. ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γριά] … Dictionary of Greek
γριλίζω — [γρίλα] κάνω πτυχές, σούρες … Dictionary of Greek
γριλιάζω — [γρίλα] ζαρώνω, σουφρώνω … Dictionary of Greek
γριλιαστός — (I) ή, ό [γρίλα] πτυχωτός, σουρωτός. (II) ή, ό [γρίλια] αυτός που έχει γρίλιες … Dictionary of Greek